Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα ήθη

  • 1 нравы

    нравы м мн. τα ήθη
    * * *
    м мн.
    τα ήθη

    Русско-греческий словарь > нравы

  • 2 нрав

    нрав
    м τό ήθος, ὁ χαρακτήρ:
    крутой \нрав ὁ ἀπότομος χαρακτήρας· она была веселого \нрава είχε εὐθυμο χαρακτήρα· прийтись по \нраву βρίσκω τοῦ γούστου μου· это ему́ не по \нраву разг δέν εἶναι τοῦ γούστου του. \нравы мн. τά ήθη:
    \нрав и обычаи τά ήθη καί εθιμα.

    Русско-новогреческий словарь > нрав

  • 3 нрав

    α.
    1. ήθος• χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία κράση, σκαρί: крутой -απότομος χαρακτήρας•

    вспыльчивый нрав ευέξαπτος χαρακτήρας•

    тихий нрав ήσυχος χαρακτήρας•

    он ей не по -у αυτός όεν της γουστάρει (από χαρακτήρα).

    2. πλθ. -ы τα ήθη•

    -ы и обычаи ήθη και έθιμα•

    растление -ов διαφθορά ηθών.

    Большой русско-греческий словарь > нрав

  • 4 национальный

    национа́льный костю́м — η εθνική ενδυμασία

    национа́льные обы́чаи — τα ήθη και έθιμα

    Русско-греческий словарь > национальный

  • 5 дикий

    ди́к||ий
    прил
    1. ἄγριος, ἀνήμερος:
    \дикий голубь τό ἀγριοπερίστερο· \дикий козел ὁ αίγαγρος· \дикийая коза ἡ ἀγριόγιδα, τό ἀγριοκάτσικο· \дикий кабан τό ἀγριογούρουνο· \дикий осел ὁ ἀγριογάϊδαρος· \дикийая утка ἡ ἀγριόπαπια· \дикийие племена οἱ ἄγριες φυλές· \дикийое растение τό ἄγριο φυτό, τό ἀγριοβότανο· \дикий виноград τό ἀγριόκλη-μα· \дикийая яблоня ἡ ἀγριομηλιά·
    2. (пустынный) ἔρημος, ἄγριος:
    \дикийая местность ὁ ἀγριότοπος, ὁ ἐρημότοπος· \дикийие скалы τά κατσόβραχα·
    3. (грубый, необузданный) ἄγριος, ἀτίθασος:
    \дикийие нравы τά ἄγρια ήθη· 4, (нелепый, несуразный) ἐξωφρενικός, ἀνήκουστος, παράλογος:
    \дикийая выходка ὁ ἐξωφρενισμός.

    Русско-новогреческий словарь > дикий

  • 6 заимствовать

    заимствовать
    сов и несов ἀντιγράφω, παίρνω, (ἀπο)μιμοῦμαι; \заимствовать чужой обычай Αντιγράφω ξένα ήθη καί ἔθιμα.

    Русско-новогреческий словарь > заимствовать

  • 7 изнеженный

    изнеж||енный
    1. прич. от изнежить·
    2. прил καλομαθημένος, λεπτός, σοκολατένιος / θηλυπρεπής, μαλθακός (о мужчине):
    \изнеженныйенные нравы τά ἐκτεθηλυμένα ήθη.

    Русско-новогреческий словарь > изнеженный

  • 8 нравственность

    нравственность
    ж ἡ ήθική, ἡ ήθικό-τητα [-ης]:
    высокая \нравственность τά χρηστά ήθη.

    Русско-новогреческий словарь > нравственность

  • 9 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 10 нравы

    [νράβυ] ουσ. κληθ. ήθη

    Русско-греческий новый словарь > нравы

  • 11 нравы

    [νράβυ] ουσ πληθ ήθη

    Русско-эллинский словарь > нравы

  • 12 бытовой

    επ.
    της καθημερινής ζωής•

    -ые условия οι συνθήκες της καθημερινής ζωής•

    -ое явление φαινόμενο καθημερινής ζωής•

    бытовой уклад τα ήθη και έθιμα•

    стать -ым явлением γίνομαι συνηθισμένο φαινόμενο•

    -ые предметы αντικείμενα καθημερινής (η οικιακής) χρήσης.

    Большой русско-греческий словарь > бытовой

  • 13 ветхозаветный

    επ. βρ: -тен, -тна, -тно;
    της Παλαιάς Διαθήκης•

    -ые книги τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

    || μτφ. αρχαίος, παλαιός, ξεπερασμένος•

    -ые нравы αρχαία ήθη.

    Большой русско-греческий словарь > ветхозаветный

  • 14 иностранщина

    θ.
    το ξένο, κάθε τι ξένο (για μόδα, ήθη, έθιμα κλπ.)• преклонение перед -ой ξενολατρεία.

    Большой русско-греческий словарь > иностранщина

  • 15 обычай

    α.
    έθιμο, συνήθεια ζακόνι•

    нравы и -и τα ήθη και έθιμα•

    старинный -παλαιό έθιμο•

    местный обычай τοπικό έθιμο•

    это вошло в обычай αυτό έγινε συνήθεια•

    по принятому -го κατά το επικρατόν έθιμο•

    это у нас в -е αυτό είναι το έθιμο μας.

    Большой русско-греческий словарь > обычай

  • 16 описать

    опишу, опишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. описанный, βρ: -сан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιγράφω, παρασταίνω, απεικονίζω•

    описать нравы и обычаи народа περιγράφω τα ήθη και έθιμα του λαού.

    2. περιγράφω τα χαρακτηριστικά κάποιου.
    3. καταγράφω.
    4. (μαθ.) περιγράφω.
    5. διαγράφω, σχηματίζω (για κίνηση).
    κάνω γραφικό λάθος.

    Большой русско-греческий словарь > описать

  • 17 первобытный

    επ.
    1. πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής•

    -ое общество πρωτόγονη κοινωνία•

    первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•

    первобытный человек πρωτόγονος άνθρωπος.

    || μτφ. απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος•

    -ая техника απαρχαιωμένη τεχνική.

    || μτφ. άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος•

    -ые нравы πρωτόγονα ήθη.

    2. άθικτος, παρθένος•

    -ая природа ддунглей η παρθένα φύση της ζούγκλας..

    3. αρχικός, πρωταρχικός.

    Большой русско-греческий словарь > первобытный

  • 18 портить

    горчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ φθείρω καταστρέφω βλάπτω•

    портить механизм χαλώ το μηχανισμό•

    сырость -ит обуви η υγρασία χαλνά τα παπούτσια•

    портить зрение βλάπτω την όραση•

    портить здоровье βλάπτω την υγεία•

    портить отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις.

    2. διαφθείρω•

    портить характера χαλνώ το χαρακτήρα•

    -нравы διαφθείρω τα ήθη.

    3. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει).
    χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > портить

  • 19 растлить

    -лго, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растленный, βρ: -лен, -лена, -лею
    ρ.σ.μ.
    1. διακορεύω, διαπαρθενώνω, διαφθείρω.
    2. μτφ. διαφθείρω ηθικά (τα χρηστά ήθη), εκφυλίζω.
    διαφθείρομαι, εκφυλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > растлить

См. также в других словарях:

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • ἤθη — ἤ̱θη , ἦθος an accustomed place neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἤ̱θη , ἦθος an accustomed place neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἠθέω sift imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἠθέω sift pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἠθέω sift… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φθείρουσι ἤθη χρήσθ’ ὁμιλίαι κακαί. — φθείρουσι ἤθη χρήσθ’ ὁμιλίαι κακαί. См. Беседы злые тлят обычаи благие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Phi — Phi Inhaltsverzeichnis 1 Φάγε, πίε, εὐφραίνου. 2 φησὶν σιωπῶν …   Deutsch Wikipedia

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ήθος — το ους, γεν. πληθ. ηθών 1. ηθικό ποιόν, ηθικότητα, εσωτερική καλλιέργεια: Ανώτερο ήθος. – Διαμόρφωση ήθους. 2. στον πληθ., ήθη οι αντιλήψεις ενός λαού για την κοινωνία και η ηθική συμπεριφορά, που διαμορφώνεται από τις παραδόσεις του:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»